«Φοβάμαι ότι πρέπει να φασιστοποιηθούμε όσοι είμαστε σε θέση εξουσίας αλλιώς δεν καταλαβαίνει ο Έλληνας. Εάν παραφέρεσαι να τρως μια σφαλιάρα για να συμμαζεύεσαι».
Ιωάννης Τζιφόπουλος, (μέχρι χθες) αντιπρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Είναι περιττό να αναλύσει κανείς το ειδικό βάρος που (μπορεί να) έχει ο δημόσιος λόγος ενός πανεπιστημιακού δασκάλου. Του λειτουργού, λέω, που αποστολή και καθήκον του έχει, εκτός από την εξασφάλιση του αναγκαίου επιστημονικού εξοπλισμού, να (δια)μορφώσει τα παιδιά μας και να τα παραδώσει στην κοινωνία υπεύθυνους πολίτες πια που θα αγωνιστούν για να γίνει καλύτερη. Αρμόδιος, πάντως, να διαχειριστεί το ζήτημα αυτό είναι, αποκλειστικά και σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος.
Δεν ξέρω πόσοι συνέλληνες- πλην των αμέσως ενδιαφερομένων, βέβαια- γνώριζαν μέχρι χθες τον πανεπιστημιακό δάσκαλο και μόλις πριν από λίγο καιρό εκλεγέντα αντιπρύτανη του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννη Τζιφόπουλο. Ας μου επιτραπεί να εξομολογηθώ την αμαρτία μου ότι προσωπικά ανήκω σ’ αυτούς που ούτε τον ίδιο ήξεραν, ούτε, βέβαια, και την επιστημονική του ειδικότητα.
Μία απλή, όμως, παρέμβασή του, από τηλεοπτικού άμβωνος (εκεί από όπου, ως γνωστόν, ομολογούνται όλες οι μεγάλες αλήθειες και καταξιώνονται οι ρήτορες και οι προφήτες), ήταν αρκετή ώστε να καταστεί πανελληνίως γνωστός και δικαιολογημένα να μονοπωλήσει την επικαιρότητα. Ομοίως, -και ιδίως- να μάθουμε το ακραιφνές δημοκρατικό του φρόνημα που εν προκειμένω συνοψίζεται και συμπυκνώνεται στον τόσο μεστό και επίκαιρο όρο «φασιστοποίηση». Με ό, τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται στον πανεπιστημιακό αλλά και τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο.
Να «φασιστοποιηθούν», λοιπόν, προτείνει, ρητά και κατηγορηματικά, ο κ. αντιπρύτανης, τουλάχιστον αυτοί που κατέχουν θέσεις εξουσίας και ευθύνης στην κοινωνία. Αυτοί που, εν πάση περιπτώσει, δικαιολογημένα αισθάνονται και διακηρύσσουν ότι είναι όντως άξιοι (μικροί ή μεγάλοι, αδιάφορο) ποιμένες. Άλλωστε γι’ αυτό και όχι τυχαία βρίσκονται σ’ αυτές τις καίριες και κρίσιμες θέσεις ευθύνης. Ο εστί μεθερμηνευόμενον να ρίχνουν και καμιά (η δοσολογία μπορεί να κυμαίνεται αναλόγως) σφαλιάρα στους απείθαρχους και αμετανόητους υπηκόους (άλλως το ποίμνιο) μήπως και συνετιστούν κάποτε και γίνουμε κι εμείς, επιτέλους, έθνος πεπολιτισμένον. Με άλλα λόγια, να βρίσκεται, κάθε φορά, ένας Κασιδιάρης για να βάζει τάξη, όπως είχε επισημάνει, από του κοινοβουλευτικού βήματος, ο αλήστου μνήμης εκείνος υφυπουργός Παιδείας και γι’ αυτό, πρωθυπουργική εντολή, επαύθη. Δοκιμασμένη επιτυχώς –τι λέω, πρότυπη σχολή έχει ιδρυθεί, παρ’ ημίν, από πολλού χρόνου, η προτεινόμενη μέθοδος (η –λόγω και, κυρίως, έργω- «φασιστοποίηση»), αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, παραμένει διαρκώς επίκαιρη και χρήσιμη.
Κι αυτό (το ατόπημα) το διέπραξε ο κ. αντιπρύτανης, όπως εκ των υστέρων και αμυνόμενος, διευκρίνισε, εν τη ρύμη του (τηλεοπτικού) λόγου του. Έτσι αυθόρμητα και χωρίς να πιέσει τον εαυτό του για να βγάλει τα εσώτερα της ψυχής και της πίστης του. Έχει, εδώ που τα λέμε, τέτοια δύναμη η ρύμη του λόγου ώστε μπορεί, κάποτε και χωρίς να το καταλάβεις, να σε ανεβάσει στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. Αλλά, μερικές φορές, και να σε σπρώξει στα τάρταρα της καταισχύνης και της ανυποληψίας. Εξαρτάται, τελικά, από το εάν και πόσο ελέγχεις την ταχύτητά της.
Προφανώς και ατυχώς ο κ. αντιπρύτανης, στην προκειμένη περίπτωση, έπεσε, αθώο και μοιραίο, θύμα της. Αυτό είναι και το παράπονό του. Ας του το αναγνώριζαν τουλάχιστον κάποιοι απ’ αυτούς που ζήτησαν –μαζί και ο πρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη και μέχρι χθες στενός συνεργάτης του, κ. Μήτκας- την κεφαλήν του επί πίνακι.
Μετά την παραπάνω μνημειώδη δήλωσή του και τον θόρυβο που αυτή προκάλεσε, ο κ. Τζιφόπουλος είχε πάντως την ευθιξία και τη γενναιότητα να θυσιάσει το αξίωμα του αντιπρύτανη. Δεν θα έλεγα ότι είναι δύσκολη η αναπλήρωσή του, χωρίς να αποκλείω κάτι τέτοιο, η απουσία του, εν τούτοις, από τη διοίκηση του Πανεπιστημίου θα είναι αισθητή. Πρόλαβε όμως να δείξει την οδό της αρετής στον καθένα που θέλει και μπορεί να ασκεί, πραγματικά και επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου, κάποιας μορφής εξουσία. Οι επερχόμενες γενεές θα τον θυμούνται και θα τον θαυμάζουν εσαεί.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ο κ. Τζιφόπουλος, εξ οικείου πταίσματος, δεν είναι πια αντιπρύτανης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ωστόσο το σπουδαίο, ίσως και παρήγορο για τα εκπαιδευτικά μας –και όχι μόνο- πράγματα, είναι ότι κανείς δεν πρόκειται να του στερήσει το δικαίωμα να διδάσκει στους φοιτητές και τις φοιτήτριες που ευτύχησαν να τον έχουν δάσκαλο, εκτός από Αρχαία Ελληνική Φιλολογία και Επιγραφική, και το δίκαιο της πυγμής (βούρδουλας, σφαλιάρα), ώστε να γίνουν καλοί καγαθοί πολίτες. Άξιος ο μισθός του.
ΥΓ. 1. Άξιος, επίσης, ο μισθός που από το υστέρημα του σκληρά δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού χορηγείται στον διευθυντή του 3ου Λυκείου Άρτας, ο οποίος, σύμφωνα με όσα κατήγγειλε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος των Ανεξάρτητων Ελλήνων κ. Τέρενς Κουίκ, απείλησε τους μαθητές που κάνουν κατάληψη ότι όποιοι από τους γονείς τους είναι υπάλληλοι του Δημοσίου θα τους «μαρτυρήσει» για να τεθούν σε… διαθεσιμότητα!!!
ΥΓ. 2. Όσο για τους φοιτητές που άδειασαν μια σακούλα σκουπίδια πάνω στο γραφείο του αντιπρύτανη του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, επειδή δεν δέχθηκε να τους συναντήσει ο πρύτανης, αυτό που, αν μη τι άλλο, μπορεί να τους καταλογίσει κανείς είναι, εκτός από έλλειψη δημοκρατικής κουλτούρας, και αξιοθρήνητη αισθητική. Δεν αρκεί να έχεις δίκιο, πρέπει να ξέρεις και να το υπερασπίζεσαι. Αλλιώς το χάνεις.
ΝΙΚΟΣ ΕΠ. ΦΑΛΑΓΚΑΡΑΣ (nicfalag@yahoo.gr)
ΝΙΚΟΣ ΦΑΛΑΓΚΑΡΑΣ: Εν τη ρύμη του λόγου ή σφαλιάρας εγκώμιον